Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άκανθος
1 item total
άκανθος η [ákanθos] Ο36 : (αρχιτ.) γλυπτή διακόσμηση του κορινθιακού κιονοκράνου· άκανθα: Ο κάλαθος του κιονοκράνου κοσμείται με φύλ λα ακάνθου.

[λόγ. < ελνστ. ἄκανθος ἡ, αρχ. ἄκανθος ὁ `αγκαθωτό φυτό που το μιμούνταν στο κιονόκρανο΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go