Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άβλαβος -η -ο [ávlavos] Ε5 : 1.που δεν προξενεί βλάβη, κακό· άκακος, αβλαβής: Mην το φοβάσαι· ένα άβλαβο πλάσμα του Θεού είναι. Tα μικρά άβλαβα ζώα του δάσους. Άβλαβο γιατρικό, αθώο. 2. που δεν έχει πάθει βλάβη· άβλαφτος.
[α- 1 βλάβ(η) -ος (πρβ. αρχ. ἀβλαβής)]