Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ταμπάκ*
4 εγγραφές [1 - 4]
ταμπάκης ο [tabákis] Ο11 : (λαϊκότρ.) βυρσοδέψης.

[τουρκ. tabak `βυρσοδέψης΄ (από τα αραβ.) -ης]

ταμπακιέρα η [tabakéra] Ο25α : 1α. τσιγαροθήκη της τσέπης, συνήθ. από μέταλλο ή δέρμα: Tου χάρισε μια ~ με το μονόγραμμά του. β. μικρή θήκη από μέταλλο ή σακουλάκι από δέρμα ή άλλο υλικό για τον ταμπάκο: Δώ σε μου την ~ σου να πάρω μια πρέζα. 2. (μτφ.) το επίμαχο θέμα, η ουσία μιας υπόθεσης: Για όλα μίλησαν εκτός από την ~.

[ιταλ. tabacchiera < παλ. γαλλ. tabaquière]

ταμπάκικο το [tabákiko] Ο41 : (λαϊκότρ.) βυρσοδεψείο.

[ταμπάκ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]

ταμπάκος ο [tabákos] Ο18 & ταμπάκο το [tabáko] Ο39 : λεπτή σκόνη από τριμμένα φύλλα καπνού που τη ρουφούσαν από τη μύτη.

[-κο: ιταλ. tabacco < ισπαν. tabaco, από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής (διαφ. το μσν. ταμπάκος `τσακάλι, άγριος άνθρωπος΄ < ιταλ. tabacco < αραβ. dabah)· -κος: μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες