Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΤΣΕΚΟΥΡΑΤΟΣ
1 εγγραφή
τσεκουράτος -η -ο [tsekurátos] Ε3 : για κτ. που λέγεται ωμά, χωρίς περιστροφές ή για φέρσιμο που δείχνει σκληρή αποφασιστικότητα: Οι κουβέντες του ήταν τσεκουράτες. Tα λόγια του έπεσαν τσεκουράτα. τσεκουράτα ΕΠIΡΡ: Tου τα είπε κοφτά και ~.

[τσεκούρ(ι) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες