Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσεκουράτος -η -ο [tsekurátos] Ε3 : για κτ. που λέγεται ωμά, χωρίς περιστροφές ή για φέρσιμο που δείχνει σκληρή αποφασιστικότητα: Οι κουβέντες του ήταν τσεκουράτες. Tα λόγια του έπεσαν τσεκουράτα.
τσεκουράτα ΕΠIΡΡ: Tου τα είπε κοφτά και ~. [τσεκούρ(ι) -άτος]