Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Σφαγιαστής
1 item total
σφαγιαστής ο [sfajiastís] Ο7 θηλ. σφαγιάστρια [sfajiástria] Ο27 : 1.αυτός που σφαγιάζει, που σκοτώνει ανυπεράσπιστα συνήθ. άτομα. 2. (μτφ.) αυτός που καταπατεί βάναυσα τα δικαιώματα κάποιου.

[λόγ. σφαγιασ- (σφαγιάζω) -τής· λόγ. σφαγιασ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go