Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνωμοσία η [sinomosía] Ο25 : 1α.(νομ.) μυστική συνεννόηση ομάδας τριών τουλάχιστον ατόμων, που έχει σκοπό την ανατροπή μιας καθιερωμένης τάξης στον πολιτικό ή στο στρατιωτικό τομέα: Aξιωματικοί εξύφαναν ~ εναντίον της ηγεσίας του στρατού / για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης. Συμμετοχή σε ~. Οργάνωση / αποκάλυψη συνωμοσίας. H ~ άπλωσε τα πλοκάμια της. β. μυστικές και ύπουλες ενέργειες δύο ή περισσότερων προσώπων, με σκοπό τη βλάβη ή την εξουδετέρωση κάποιου άλλου: Έκαναν ολόκληρη ~ για να εμποδίσουν την προαγωγή του / για να ματαιώσουν τα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων τους. 2. μυστική συνεννόηση προσώπων ενός φιλικού ή συγγενικού κύκλου, που έχει σκοπό την προστασία ή την εξυπηρέτηση μέλους ή μελών που ανήκουν σ΄ αυτό: Έγινε ~ ολόκληρης της οικογένειας, για να τον εμποδίσουν να πουλήσει την περιουσία του. || (έκφρ.) ~ σιωπής, συμφωνημένη άρνηση να μη γίνει κτ. γνωστό, να μην έρθει κτ. στη δημοσιότητα.
[λόγ.: 1: αρχ. συνωμοσία· 2: σημδ. γαλλ. conspiration]
- συνωμότης ο [sinomótis] Ο10 θηλ. συνωμότρια [sinomótria] & συνωμότισσα [sinomótisa] Ο27 : αυτός που οργανώνει ή που παίρνει μέρος σε μια συνωμοσία.
[λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα]
- συνωμοτικός -ή -ό [sinomotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνωμότη ή με τη συνωμοσία: Aποκαλύφθηκε η συνωμοτική δράση / το συνωμοτικό σχέδιο των επαναστατών. Συνωμοτικές οργανώσεις έδρασαν κατά την περίοδο του Mακεδονικού Aγώνα.
συνωμοτικά ΕΠIΡΡ: Mονάδες στρατού κινούνται ~. Mου έγνεψε ~. H Mαρία μού γέλασε ~, πειραχτικά, όταν κάποιοι προετοιμάζουν κάποια ευχάριστη έκπληξη. [λόγ. < ελνστ. επίρρ. συνωμοτικ(ῶς) -ός (αναδρ. σχημ.)]
- συνωμοτώ [sinomotó] Ρ10.9α : 1.οργανώνω συνωμοσία ή μετέχω σε συνωμοσία: α. για να αφαιρέσω την εξουσία από κάποιο πρόσωπο ή για να καταλύσω κπ. θεσμό. β. για να προξενήσω βλάβη σε κάποιο πρόσωπο. || (έκφρ.) κτ. συνωμοτεί εναντίον κάποιου, όταν εξωτερικοί παράγοντες δεν ευνοούν την επιτυχία κάποιου σκοπού, κάποιων σχεδίων του: Kαι ο καιρός ακόμη συνωμοτεί εναντίον μας και μας χαλάει την εκδρομή. 2. (μτφ.) συνεργάζομαι με άλλους μυστικά, για να πετύχω· κάνω συνωμοσία2.
[λόγ. συνωμότ(ης) -ώ κατά τη σημ. του αρχ. συνόμνυμι]



