Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΠΑΣΟ
4 εγγραφές [1 - 4]
πάσο 1 το [páso] Ο39 : 1. (έκφρ.) με το ~ μου, αργά, χωρίς βιασύνη: Έρχομαι / πηγαίνω / δουλεύω με το ~ μου. Σου είπα να βιαστείς αλλά εσύ με το ~ σου. (πάω) ~: α. (σε χαρτοπαίγνιο) δε χρησιμοποιώ το δικαίωμά μου, τη σειρά μου να παίξω. β. (μτφ.) υποχωρώ σχετικά με κτ. σε συζήτηση ή παύω να ασχολούμαι με ορισμένη υπόθεση: Aν επιμένεις, εγώ πάω ~. 2. δελτίο με το οποίο ο κάτοχός του εξασφαλίζει ορισμένο προνόμιο, ιδίως μειωμένη τιμή: Mαθητικό / φοιτητικό ~ για τα αστικά / υπεραστικά λεωφορεία. ~ πολυτέκνου. 3. το διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις αυλακώσεις της βίδας: Bίδα με χαλασμένα πάσα.

[1, 3: ιταλ. passo `βήμα΄· 2: κατά τη σημ. του γαλλ. passe ή του αγγλ. pass]

πάσο 2 το : άνοιγμα σε μεσότοιχο για το πέρασμα αντικειμένων από τον ένα χώρο στον άλλο.

[ιταλ. passo `πέρασμα΄]

πασουμάκι το [pasumáki] Ο44α : είδος παντόφλας, κυρίως γυναικείας.

[τουρκ. paşmak με ανάπτ. φων. ( [u] με επίδρ. του [k] ) για διάσπ. του συμφ. συμπλ.(;)]

πασούμι το [pasúmi] Ο44 : (παρωχ.) είδος παπουτσιού και ιδίως παντόφλας.

[< πασουμ(άκι) -ι (αναδρ. σχημ.) επειδή θεωρήθηκε υποκορ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες