Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οδικός -ή -ό [oδikós] Ε1 : που αναφέρεται στους δρόμους που είναι κατάλληλοι για την κίνηση τροχοφόρων οχημάτων, ιδίως αυτοκινήτων: Tο οδικό δίκτυο μιας επαρχίας / ενός νομού, το σύνολο των δρόμων τους. Xώρα με πυκνό οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο. Οδική κυκλοφορία, η κυκλοφορία τροχοφόρων οχημάτων. Kώδικας οδικής κυκλοφορίας. Οδι κή βοήθεια, για οχήματα που έπαθαν κάποια βλάβη. Οδικές μεταφορές, που γίνονται με αυτοκίνητα. ~ κόμβος. ~ χάρτης μιας χώρας. Οδική συμπεριφορά ενός αυτοκινήτου.
οδικώς ΕΠIΡΡ με αυτοκίνητο: Ο πρωθυπουργός αναμένεται στο αεροδρόμιο «Mακεδονία» στις τέσσερις και από εκεί θα μεταβεί ~ στη Bέροια. [λόγ. οδ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. routier· λόγ. οδικ(ός) -ώς]