Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ
1 item total
μεταποίηση η [metapíisi] Ο33 : 1. για ρούχο συνήθ. παλιό που, θέλοντας να το ανανεώσουμε, του επιφέρουμε αλλαγές. 2. (οικον.) η δευτερογενής παραγωγή: Bασικοί κλάδοι της μεταποίησης είναι η βιοτεχνία και η βιομηχανία.

[λόγ. < ελνστ. μεταποίη(σις) `μετατροπή΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go