Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- λούτσα η [lútsa] Ο25α : (προφ.) κοίλωμα του εδάφους γεμάτο με νερό, κυρίως στις ΦΡ γίνομαι ~, γίνομαι μούσκεμα: Mε βρήκε η βροχή στο δρόμο κι έγινα ~. κάνω κπ. ~, μούσκεμα: Εκεί που καθόμουνα στην παραλία, ήρθε ένα μεγάλο κύμα και μ΄ έκανε ~.
[σλαβ. luža `λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]



