Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ιώβειος
1 εγγραφή
ιώβειος -α -ο [ióvios] Ε6 : στην έκφραση ιώβεια υπομονή, που δεν εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου· μακρόχρονη και ακατάβλητη, ανεξάντλητη.

[λόγ. < ελνστ. Ἰώβ (όν. προφήτη της Π.Δ.) -ειος μτφρδ. γαλλ. de Job]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες