Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Θωμάς ο [θomás] Ο1 : κύριο ανδρικό όνομα, το όνομα ενός από τους μαθητές του Xριστού, ο οποίος απίστησε στην ανάστασή Tου. || (έκφρ.) άπιστος ~, για άνθρωπο που δύσκολα πείθεται για κτ., αν δεν έχει προσωπική αντίληψη.
[ελνστ. Θωμᾶς `ο θαυμαστός΄ και σύμπτ. με την αραμ. λ. Toma `δίδυμος΄]