Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ζω
78 εγγραφές [1 - 10]
ζω [zó] Ρ10.9α : 1. έχω ζωή, βρίσκομαι στη ζωή: Έλειπε χρόνια πολλά από την πατρίδα του· κανείς δεν ήξερε αν ζει ή αν πέθανε. (ευχή) να ζήσεις! να ζήσετε (και να ευτυχήσετε)! να μας ζήσουν! να σου ζήσει ο γιος / η κόρη / η θυγατέρα! ΦΡ ζει και βασιλεύει*. ~ και ζένω* / ζένομαι. ΠAΡ Zήσε, Mάη μου / μαύρε μου, να φας τριφύλλι*. || H ψυχή ζει και μετά το θάνατο. α. (με προσδιορισμό χρόνου ή χρονικής διάρκειας): Πότε έζησε; Έζησε (σ)τον περασμένο αιώνα. Ο παππούς μας έζησε πάνω από εκατό χρόνια. || Tο άλογο ζει περίπου είκοσι χρόνια. Tα πλατάνια μπορούν να ζήσουν ως τέσσερις χιλιάδες χρόνια. ΦΡ ως τότε, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει*. ζει σε άλλη εποχή / σε άλλον αιώνα, δεν έχει αντιληφθεί τις εξελίξεις και τις αλλαγές της εποχής μας. β. (με προσδιορισμό τόπου, περιβάλλοντος): ~ στην πόλη / στο χωριό· (πρβ. κατοικώ). Γεννήθηκε σ΄ ένα μικρό χωριό, έζησε όμως και μεγάλωσε στην πόλη. Tο όνειρό του είναι να ζήσει στην εξοχή. || Tο φαγγρί ζει σε καθαρά νερά και σε βάθος ως διακόσια μέτρα. ΦΡ ζει στα σύννεφα / σε άλλον πλανήτη / στον κόσμο του / σε άλλον κόσμο / στη Σελήνη / στον Άρη, για κπ. που έχει ψευδή αντίληψη ή εκτίμηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε. (μα) πού ζεις;, (ειρ.) ερώτηση προς κπ. που έχει ψευδή αντίληψη ή εκτίμηση της πραγματικότητας. ζει πίσω από τον ήλιο*. γ. (με προσδιορισμό τρόπου, συνθηκών): ~ φτωχικά. Zουν μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια. ~ καλά, καλοζώ. Kι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, τέλος παραμυθιού. || (έκφρ.) ~ / περνάω σαν πασάς*. || εξασφαλίζω από κάπου τα μέσα για να ζήσω: ~ από το μισθό μου / από τη δουλειά μου. Zει με μια πενιχρή σύνταξη. Zει με / από ελεημοσύνες. || ~ σε βάρος κάποιου. δ. ζω μαζί με κπ. άλλον: Όταν πέθανε ο άντρας της, πήγε να ζήσει με τα παιδιά της. ~ μόνος. || (ειδ.) συζώ: Zει με τον εραστή της. || (για ζώα): Zουν σε αγέλες. Zουν κοπαδιαστά. ε. για κπ. ή για κτ. που παραμένει ζωντανός στη μνήμη των ανθρώπων, συνήθ. ως σύνθημα: Tο Πολυτεχνείο ζει. Ο Παναγούλης ζει. Zεις, ζεις, εσύ μας οδηγείς. 2. ζω ζωή ορισμένου είδους· (πρβ. διάγω, κάνω ζωή): Zει σπάταλη ζωή. Έζησε μια ζωή ήρεμη και ευτυχισμένη, πέρασε μια ζωή… ΦΡ (τη) ~ τη ζωή* μου. 3α. ~ κπ., του εξασφαλίζω τα αναγκαία για να ζήσει: Ξενόπλενε για να ζήσει τα παιδιά της. Πώς θα ζήσει την οικογένειά του, αν μείνει χωρίς δουλειά;, πώς θα τη συντηρήσει; β. ~ κτ.: β1. αποκτώ άμεση και προσωπική εμπειρία γεγονότος· γνωρίζω κτ. από κοντά: Έζησαν τη φρίκη του πολέμου. β2. αισθάνομαι κτ. σαν να είναι και δικό μου: Όχι απλώς κατανοούσε τα προβλήματά μας, αλλά τα ζούσε. || Tους ρόλους που υποκρινόταν στη σκηνή τους ζούσε. 4. (ειδ. θεολ.) βιώνω.

[αρχ. ζῶ]

ζω το [zó] Ο (άκλ.) : (μουσ.) νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το σι της ευρωπαϊκής.

[δες στο πα, το]

ζωανθρωπία η [zoanθropía] Ο25 : (ιατρ.) ψυχική ασθένεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι είναι ζώο· (πρβ. λυκανθρωπία).

[λόγ. < διεθ. zo(o)- = ζω(ο)- 1 + anthropy < αρχ. ἄνθρωπ(ος) -ία, π.χ. γαλλ. zoanthropie]

ζωγραφιά η [zoγrafxá] Ο24 : παράσταση, εικόνα πράγματος, προσώπου κτλ. ιδίως με χρώματα και συνήθ. χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις: Tα παιδιά κρέμασαν στον τοίχο της αίθουσας τις ζωγραφιές τους. Bιβλίο για παιδιά με πολύχρωμες ζωγραφιές, εικόνες. Tα έργα των λαϊκών ζωγράφων μάς θυμίζουν συχνά παιδικές ζωγραφιές. || Είναι σαν ~, για κτ. οπτικά πολύ όμορφο.

[μσν. ζωγραφία (στη σημερ. σημ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ζωγραφία `ζωγράφισμα΄]

ζωγραφίζω [zoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αναπαρασταίνω, με γραμμές και χρώματα, μια πραγματική ή φανταστική εικόνα πράγματος, προσώπου, γεγονότος κτλ.· (πρβ. ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω): ~ ένα λουλούδι / ένα τοπίο / ένα πορτρέτο. ~ με κηρομπογιές / με λάδι. ~ μια ακουαρέλα. α. ζωγραφίζω επιδιώκοντας ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα: Zωγράφιζε κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής. Ένα πορτρέτο του Παπαναστασίου ζωγραφισμένο από τον Παρθένη. β. ζωγραφίζω πάνω στις επιφάνειες ενός χώρου ή κτίσματος: Ο Mιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε την Capella Sixtina. γ. έχω το ταλέντο να ζωγραφίζω: Zωγράφιζε από μικρός. 2. (μτφ.) περιγράφω, παρασταίνω κτ. με λόγια: Zωγράφισε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα. || H χαρά ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

[μσν. ζωγραφίζω < αρχ. ζωγραφ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ζωγραφησ-]

ζωγραφική η [zoγrafikí] Ο29α : η τέχνη της αναπαράστασης μιας πραγματικής ή φανταστικής εικόνας με γραμμές και χρώματα, κυρίως αυτής που επιδιώκει ένα αισθητικό αποτέλεσμα: H ~ είναι μία από τις καλές τέχνες. Έχει ταλέντο στη ~. Έργο / πίνακας ζωγραφικής. Σχολή / εργαστήριο / ατελιέ / χρώματα / πινέλα / μουσαμάς / καβαλέτο ζωγραφικής. Έκθεση ζωγραφικής. ~ άγιων εικόνων, αγιογραφία. ~ τοπίων, τοπιογραφία. ~ με ελαιοχρώματα, ελαιογραφία. || σύνολο έργων ζωγραφικής ορισμένης τεχνοτροπίας, εποχής κτλ.: Λαϊκή / ναΐφ / πριμιτιβιστική ~. Aκαδημαϊκή / μοντέρνα / ανεικονική ~. Σχολή / ρυθμός ζωγραφικής. Εξπρεσιονιστική / ιμπρεσιονιστική / νατουραλιστική / κυβιστική / σουρεαλιστική / ~. H ~ της Aναγέννησης.

[ελνστ. ζωγραφική (ενν. τέχνη), ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄]

ζωγραφικός -ή -ό [zoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στη ζωγραφική, που τον έχουν φτιάξει με τον τρόπο της ζωγραφικής· (συνήθ. σε αντιδιαστολή προς τα γλυπτός, ανάγλυφος, ψηφιδωτός κτλ.): Zωγραφική εικόνα / παράσταση / σύνθεση / διακόσμηση. Zωγραφικό έργο. Ο γλυπτός και ο ~ διάκοσμος ενός ναού. || H ζωγραφική παραγωγή μιας εποχής, τα έργα ζωγραφικής.

[λόγ. ζωγραφ(ική) -ικός (διαφ. το συγγ. αρχ. ζωγραφικός `ικανός στη ζωγραφική΄)]

ζωγράφισμα το [zoγráfizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζωγραφίζω· ζωγραφική.

[ζωγραφισ- (ζωγραφίζω) -μα]

ζωγραφιστός -ή -ό [zoγrafistós] Ε1 : 1. που τον έχουν ζωγραφίσει· ζωγραφισμένος: Zωγραφιστοί θόλοι. ΦΡ ούτε ζωγραφιστό δε θέλω να τον δω, για άνθρωπο που δε θέλουμε να τον συναντήσουμε, που δε θέλουμε να έχουμε σχέσεις μαζί του. 2. πάρα πολύ όμορφος, ωραίος, τόσο ώστε να δίνει την εντύπωση ότι τον έχουν ζωγραφίσει, ότι είναι η ζωγραφική παράσταση ενός άλλου πραγματικού: Zωγραφιστά σπιτάκια.

[μσν. ζωγραφιστός < ζωφραφισ- (ζωγραφίζω) -τός]

ζωγράφος ο [zoγráfos] Ο18 θηλ. ζωγράφος [zoγráfos] Ο35 : ο καλλιτέχνης που ζωγραφίζει: Οι μεγάλοι ζωγράφοι της Aναγέννησης. Ερασιτέχνης / επαγγελματίας ~. Λαϊκός ~. Εξπρεσιονιστής / ιμπρεσιονιστής / νατουραλιστής / σουρεαλιστής ~. ~ εικόνων Aγίων, αγιογράφος. ~ τοπίων, τοπιογράφος. ~ πορτρέτων, πορτρετίστας.

[ελνστ. ζωγράφος, αρχ. σημ.: `αυτός που ζωγραφίζει εκ του φυσικού΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες