Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ελληνίζων
1 εγγραφή
ελληνίζων -ουσα -ον [elinízon] Ε12 : (λόγ.) για μη Έλληνες (συγγραφείς) που έγραφαν στην ελληνική γλώσσα: Οι ελληνίζοντες Iουδαίοι.

[λόγ. μεε. του ελληνίζω μτφρδ. γαλλ. hellénisant < helléniser < αρχ. ἑλληνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες