Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Δακρυσμένος
1 item total
δακρυσμένος -η -ο [δakrizménos] Ε3 μππ. του δακρύζω : που κυλούν δάκρυα από τα μάτια του: Ήταν διαρκώς δακρυσμένη. δακρυσμένα ΕΠIΡΡ με δακρυσμένα μάτια: Mε κοίταξε ~.

[μππ. του δακρύζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go