Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ασκός
1 εγγραφή
ασκός ο [askós] Ο17 : (λόγ.) ασκί. ΦΡ ανοίγω τους ασκούς του Aιόλου, δημιουργώ μια κατάσταση που μπορεί να έχει απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη εξέλιξη. || (ανατ.) σχηματισμός που έχει σχήμα ασκού.

[λόγ. < αρχ. ἀσκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες