Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνεργος -η -ο [ánerγos] Ε5 : που δεν έχει ή που δε βρίσκει δουλειά (χωρίς τη θέλησή του): Άνεργοι νέοι. Άνεργες γυναίκες. Οι άνεργοι οικοδόμοι έκαναν πορεία διαμαρτυρίας. || (ως ουσ.) ο άνεργος: Στρατιές ανέργων.
[λόγ. < μσν. άνεργος `τεμπέλης΄ < αν- (δες α- 1) έργ(ο) -ος σημδ. γερμ. arbeitslos (διαφ. το αρχ. ἄνεργος `ακατέργαστος΄)]