Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ευτρια
21 εγγραφές [1 - 10]
αποταμιευτής ο [apotamieftís] Ο7 θηλ. αποταμιεύτρια [apotamiéftria] Ο27 : αυτός που αποταμιεύει χρήματα σε τράπεζα ή σε ταμιευτήριο.

[λόγ. αποταμιεύ(ω) -τής· λόγ. αποταμιευ(τής) -τρια]

διαπραγματευτής ο [δiapraγmateftís] Ο7 θηλ. διαπραγματεύτρια [δiapraγmatéftria] Ο27 : αυτός που κάνει τις διαπραγματεύσεις, ιδίως τις συζητήσεις για σύναψη μιας συμφωνίας: Ο Έλληνας / ο Tούρκος ~. Παρά τις έντονες πιέσεις οι διαπραγματευτές δεν κατέληξαν σε συμφωνία.

[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -τής· λόγ. διαπραγματευ(τής) -τρια]

ειρηνευτής ο [irineftís] Ο7 θηλ. ειρηνεύτρια [irinéftria] Ο27 & (λογοτ.) ειρηνεύτρα [irinéftra] Ο25α : αυτός που ειρηνεύει, που αποκαθιστά την ειρήνη, που διαλύει διχόνοιες και έχθρες· ειρηνοποιός.

[λόγ. < μσν. ειρηνευτής < ειρηνεύ(ω) -τής· λόγ. ειρηνευ(τής) -τρια· ειρηνευ(τής) -τρα]

εκλαϊκευτής ο [eklaikeftís] Ο7 θηλ. εκλαϊκεύτρια [eklaikéftria] Ο27 : (για συγγραφέα κτλ.) που εκλαϊκεύει επιστημονικά θέματα, γνώσεις.

[λόγ. εκλαϊκεύ(ω) -τής· λόγ. εκλαϊκευ(τής) -τρια]

εκμεταλλευτής ο [ekmetaleftís] Ο7 θηλ. εκμεταλλεύτρια [ekmetaléftria] Ο27 : αυτός που εκμεταλλεύεται, που χρησιμοποιεί κπ. ή κτ. με τρόπο αθέμιτο ή απαράδεκτο από ηθική άποψη, για ιδιοτελείς σκοπούς: Στυγνοί εκμεταλλευτές του μόχθου των άλλων.

[λόγ. εκμεταλλεύ(ομαι) -τής· λόγ. εκμεταλλευ(τής) -τρια]

εκπαιδευτής ο [ekpeδeftís] Ο7 θηλ. εκπαιδεύτρια [ekpeδéftria] Ο27 : αυτός που εκπαιδεύει άλλους σε ειδικό έργο, τέχνη, επάγγελμα κτλ.: ~ οδηγών αυτοκινήτων. ~ στρατιωτών. || ~ αλόγων / σκύλων· (πρβ. εκγυμναστής).

[λόγ. εκπαιδεύ(ω) -τής· λόγ. εκπαιδευ(τής) -τρια]

εξολοθρευτής ο [eksoloθreftís] Ο7 θηλ. εξολοθρεύτρια [eksoloθréftria] Ο27 : αυτός που έχει εξολοθρεύσει κάποιους.

[λόγ. < ελνστ. ἐξολοθρευτής· λόγ. εξολοθρευ(τής) -τρια]

ερμηνευτής ο [ermineftís] Ο7 θηλ. ερμηνεύτρια [erminéftria] Ο27 : αυτός που ερμηνεύει κτ. 1. αυτός που εξηγεί κτ. αναλύοντας το νόημά του: ~ των Γραφών. 2. αυτός που κάνει ερμηνεία ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ρόλου ή ενός μουσικού κομματιού: Έγινε γνωστή ως ερμηνεύτρια λαϊκών τραγουδιών.

[λόγ. < αρχ. ἑρμηνευτής `μεταφραστής΄ κατά τις σημ. της λ. ερμηνεύω· λόγ. ερμηνευ(τής) -τρια]

θεραπευτής ο [θerapeftís] Ο7 θηλ. θεραπεύτρια [θerapéftria] Ο27 : (ιατρός) ~, αυτός που εφαρμόζει τις μεθόδους της θεραπευτικής: Ο καλός κλινικός δεν είναι απαραίτητα και καλός ~.

[λόγ. < αρχ. θεραπευτής `υπηρέτης, γιατρευτής΄· λόγ. θεραπευ(τής) -τρια]

θριαμβευτής ο [θriamveftís] Ο7 θηλ. θριαμβεύτρια [θriamvéftria] Ο27 : αυτός που έχει θριαμβεύσει, που έχει πετύχει περίλαμπρη νίκη: Ο ~ των εκλογών / της μάχης. || (ως επίθ.): ~ στρατός. Θριαμβεύτρια ομάδα.

[λόγ. < ελνστ. θριαμβευτής < θριαμβεύω μτφρδ. (ελνστ.) λατ. triumphator· λόγ. θριαμβευ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες