Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %όμορφος%
15 εγγραφές [1 - 10]
αγγελόμορφος -η -ο [angelómorfos] Ε5 : που έχει μορφή, παρουσιαστικό αγγέλου, όμορφος κι αιθέριος· αγγελικός, αγγελοπρόσωπος: Aγγελόμορφη κόρη / θωριά.

[μσν. αγγελόμορφος < αγγελο- + μορφ(ή) -ος]

αλληλόμορφος -η -ο [alilómorfos] Ε5 : (βιολ.) αλληλόμορφα γονίδια, εναλλασσόμενες μορφές γονιδίων που κατέχουν την ίδια θέση στα ομόλογα χρωματοσώματα. || (ως ουσ.) τα αλληλόμορφα, τα αλληλόμορφα γονίδια.

[λόγ. < διεθ. allelo- = αλληλο- + -morph = -μορφος]

ανθρωπόμορφος -η -ο [anθropómorfos] Ε5 : που έχει ανθρώπινη μορφή. 1. που του αποδίδουν ανθρώπινη μορφή ή και ανθρώπινες ιδιότητες: Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ήταν ανθρωπόμορφοι. || (στην τέχνη): Aνθρωπόμορφη παράσταση των ποταμών / του ήλιου / της σελήνης. 2α. (ζωολ.) Aνθρωπόμορφοι πίθηκοι, που έχουν ομοιότητες με τον άνθρωπο· ανθρωποειδείς. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ σκληρού, με κτηνώδη ένστικτα, που μόνο ως προς τη μορφή μπορεί να θεωρηθεί άνθρωπος: Aνθρωπόμορφο τέρας / κτήνος.

[λόγ. < ελνστ. ἀνθρωπόμορφος]

ανομοιόμορφος -η -ο [anomiómorfos] Ε5 : ANT ομοιόμορφος. α. που διαφέρει στη μορφή από άλλους ή άλλα του ίδιου είδους: Aνομοιόμορφες ενδυμασίες. β. που αποτελείται από ανομοιόμορφα μέρη, στοιχεία: Aνομοιόμορφη επίπλωση. γ. που δεν έχει πάντοτε την ίδια μορφή, που δε γίνεται με τον ίδιο πάντα τρόπο: Aνομοιόμορφη κατανομή του εθνικού εισοδήματος, ανισοκατανομή. Aνομοιόμορφη κίνηση. ανομοιόμορφα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αν- (δες α- 1) ομοιόμορφος]

διπλόμορφος -η -ο [δiplómorfos] Ε5 : 1. που έχει δύο μορφές. 2. (γραμμ.) α. για ουσιαστικό που έχει δύο τύπους, τον ένα με μία συλλαβή λιγότερη και με διαφορετική συνήθ. σημασία, π.χ. δράκοντας - δράκος. β. φωνητικά διπλόμορφα, με διπλή φωνητική μορφή, π.χ. παιχνίδι - παιγνίδι.

[λόγ. διπλο- + -μορφος]

εναντιόμορφος -η -ο [enandiómorfos] Ε5 : για αντικείμενα, σχήματα, παραστάσεις κτλ. που το ένα αποτελεί την κατοπτρική εικόνα του άλλου.

[λόγ. < γερμ. enantiomorph < αρχ. ἐναντίο(ς) + μορφ(ή) -ος]

ερυθρόμορφος -η -ο [eriθrómorfos] Ε5 : (αρχαιολ., για αγγείο) που έχει κόκκινες μορφές επάνω σε μαύρο φόντο· (πρβ. μελανόμορφος): Ένας ~ αμφορέας. Ερυθρόμορφη κύλικα. Tα μελανόμορφα αγγεία χρονικά προηγούνται από τα ερυθρόμορφα. || ~ ρυθμός, ο τρόπος ζωγραφικής διακόσμησης των ερυθρόμορφων αγγείων.

[λόγ. ερυθρο- + μορφ(ή) -ος μτφρδ. αγγλ. red figure vases]

ζωόμορφος -η -ο [zoómorfos] Ε5 : που έχει μορφή ζώου, που παρασταίνεται με μορφή ζώου: Zωόμορφοι και ανθρωπόμορφοι θεοί.

[λόγ. < ελνστ. ζῳόμορφος (< ζῷον)]

ιδιόμορφος -η -ο [iδiómorfos] Ε5 : που έχει μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή μορφή, τέτοια που ξεφεύγει λίγο ή πολύ από την κανονική και συνηθισμένη· (πρβ. ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος): Iδιόμορφο και παράξενο κτίριο. Iδιόμορφα χαρακτηριστικά. Iδιόμορφη χώρα / κατάσταση. || (φυσ.) ιδιόμορφα ορυκτά, που κατά το σχηματισμό τους δε δέχτηκαν την επίδραση άλλων στοιχείων.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιόμορφος]

μελανόμορφος -η -ο [melanómorfos] Ε5 : (αρχαιολ., για αγγείο) που έχει μαύρες μορφές επάνω σε κόκκινο φόντο· (πρβ. ερυθρόμορφος): ~ αμφορέας. Mελανόμορφη κύλικα. Tα μελανόμορφα αγγεία χρονικά προηγούνται από τα ερυθρόμορφα.

[λόγ. μελανο- 1 + μορφ(ή) -ος μτφρδ. αγγλ. black figure vases]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες