Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %σιμος
4 εγγραφές [1 - 4]
-ιμος -ιμη -ιμο [imos] & -σιμος -σιμη -σιμο [simos] & -ξιμος -ξιμη -ξιμο [ksimos] & -ψιμος -ψιμη -ψιμο [psimos], ανάλογα με το χαρακτήρα του συνοπτικού ρηματικού θέματος από το οποίο παράγεται : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, μπορεί ή πρέπει να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (εκλέγω) εκλέξιμος, (εκπαιδεύω) εκπαιδεύσιμος, (επεξεργάζομαι) επεξεργάσιμος, (κολάζω) κολάσιμος, (φορολογώ) φορολογήσιμος, (αρδεύω) αρδεύσιμος, (διαγράφω) διαγράψιμος. || σε παραγωγή από ουσιαστικά: (σύνταξη) συντάξιμος.

[-ιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -ιμος: αρχ. πένθ-ιμος (< πένθ-ος), ελνστ. σκόπ-ιμος (< αρχ. σκοπ-ός)· -σιμος, -ξιμος, -ψιμος: λόγ. < αρχ. μετουσ. & μεταρ. επίθημα παραγωγικό επιθέτων -σιμος, -ξιμος, -ψιμος (με βάση ουσ. με θ. σε -σ-, -ξ-, -ψ- αντίστοιχα και συσχετισμός με ρ. με βάση το συνοπτ. θ.): αρχ. ἰά-σ-ιμος (< ἴασις / ἰῶμαι), ἀρό-σ-ιμος (< ἀρῶ `καλλιεργώ΄), ελνστ. ἀρδεύ-σ-ιμος (< αρχ. ἀρδεύω), αρχ. φύξιμος `με δυνατότητα διαφυγής΄ (< φύξις `φυγή΄), ελνστ. ἀπορρίψιμος (< αρχ. ἀπορρίπτω), αρχ. ὄψιμος (< επίρρ. ὀψέ `αργά΄)]

Διακαινήσιμος η [δiakenísimos] Ο36 : η εβδομάδα μετά την Kυριακή του Πάσχα έως την Kυριακή του Θωμά: Δευτέρα / Tρίτη / Tετάρτη κτλ. / η εβδομάδα της Διακαινησίμου, του Πάσχα.

[λόγ. < μσν. ή ελνστ. διακαινήσιμος (σφαλερή ορθογρ.) < διακαινισ- (*διακαινίζω) -ιμος, *διακαινίζω < δια- ελνστ. καινίζω `ανανεώνω πνευματικά΄, αρχ. σημ.: `κάνω καινούριο ή παράξενο΄]

δικάσιμος η [δikásimos] Ο36 & δικάσιμη η [δikásimi] Ο (βλ. Ε5) : (νομ.) ημέρα κατά την οποία δικάζεται μια υπόθεση, διεξάγεται μια δίκη: Ορίστηκε (νέα) ~ στις δέκα του μηνός.

[λόγ. < ελνστ. δικάσιμος (ενν. ημέραδικάσιμ(ος) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

εναίσιμος -ος -ο [enésimos] Ε17 : (λόγ., παρωχ.) μόνο στο ~ διατριβή, η διατριβή που υποβάλλεται σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα· διδακτορική διατριβή.

[λόγ. < ελνστ. ἐναίσιμος `που προμηνύει καλό΄ (αρχ. σημ.: `μοιραίος΄) σημδ. νλατ. dissertatio inauguralis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες