Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
239 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγελικότητα η [angelikótita] Ο28 : η ιδιότητα ή η κατάσταση του αγγελικού: H ~ του βλέμματός της.
[λόγ. αγγελικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αγωνιστικότητα η [aγonistikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αγωνιστή, η αγωνιστική διάθεση: H ~ του πνεύματος. Aδάμαστη / ακατάβλητη ~.
[λόγ. αγωνιστικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αδελφικότητα η [aδelfikótita] Ο28 : η θερμή σχέση που συνδέει τα αδέλφια ή αυτούς που αγαπιούνται σαν αδέλφια.
[λόγ. αδελφικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αινιγματικότητα η [eniγmatikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αινιγματικός: H ~ των λόγων / των πράξεων / της συμπεριφοράς κάποιου.
[λόγ. αινιγματικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αισθαντικότητα η [esθandikótita] Ο28 : ψυχική ευαισθησία, συναισθηματισμός: Γυναικεία / καλλιτεχνική ~. H αρχαία τραγωδία ερεθίζει την ~ των θεατών.
[λόγ. αισθαντικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αισθηματικότητα η [esθimatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αισθηματικού.
[λόγ. αισθηματικ(ός) -ότης > -ότητα]
- αισθητικότητα η [esθitikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του αισθητικού, εκείνου δηλαδή που σχετίζεται με: 1. την αισθητική και ιδίως με το ωραίο: H ~ του λόγου / ενός έργου τέχνης. 2. (φυσιολ.) τις αισθήσεις: Γενική / συμπληρωματική / διαφορική ~. Διχασμός / διαταραχές της αισθητικότητας. H ~ των άκρων.
[λόγ.: 1: αισθητικ(ή) -ότης > -ότητα· 2: αισθητικ(ός) (επίθ.) -ότης > -ότητα]
- ακροαματικότητα η [akroamatikótita] Ο28 : ο αριθμός ή το ποσοστό των ακροατών (και θεατών) μιας ραδιοφωνικής ή τηλεοπτικής εκπομπής: H εκπομπή είναι πρώτη στον πίνακα ακροαματικότητας.
[λόγ. ακροαματικ(ός)γ -ότης > -ότητα]
- αλκαλικότητα η [alkalikótita] Ο28 : η ιδιότητα των αλκαλικών ουσιών.
[λόγ. αλκαλικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. alcalicité]
- αναβλητικότητα η [anavlitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αναβλητικού.
[λόγ. αναβλητικ(ός) -ότης > -ότητα]