Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πραξ%
16 εγγραφές [1 - 10]
αδικοπραξία η [aδikopraksía] Ο25 : (νομ.) κάθε παράνομη ενέργεια ή παράλειψη η οποία βλάπτει τα δικαιώματα κάποιου άλλου.

[λόγ. < αδικοπραγία κατά το ουσ. πράξις]

αντίπραξη η [andípraksi] Ο33 : (προφ.) η αντενέργεια: Kάνω ~ σε κπ. Mου κάνει κάποιος ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀντίπραξις (-σις > -ση)]

αντιπραξικόπημα το [andipraksikópima] Ο49 : πραξικόπημα που έχει ως σκοπό την καταπολέμηση ή κατάργηση άλλου πραξικοπήματος.

[λόγ. αντι- + πραξικόπημα μτφρδ. αγγλ.(;) countercoup]

απραξία η [apraksía] Ο25 : απουσία δράσης, δραστηριότητας, αδράνεια: Ένας νέος δεν μπορεί να ζει μέσα στην ~. || έλλειψη εμπορικής κίνησης: H μεγάλη ~ στην αγορά οδήγησε πολλές επιχειρήσεις στη χρεοκοπία.

[λόγ. < αρχ. ἀπραξία]

διάπραξη η [δiápraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαπράττω: ~ φόνου / κλοπής / ληστείας / βιασμού.

[λόγ. < αρχ. διάπραξις `επίτευξη΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. perpétration]

δικαιοπραξία η [δikeopraksía] Ο25 : (νομ.) δήλωση ενός προσώπου ότι επιθυμεί να συσταθεί, να αλλοιωθεί ή να καταργηθεί κάποιο νομικό του δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το αστικό δίκαιο: Mονομερής ~, που εκφράζει τη βούληση ενός μόνο προσώπου, όπως π.χ. η διαθήκη. Διμερής ~, σύμβαση.

[λόγ. δίκαι(ον) -ο- + πράξ(ις) -ία (πρβ. ελνστ. δικαιοπραξία `δίκαιη πράξη΄)]

είσπραξη η [íspraksi] Ο33 : α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εισπράττω. ANT πληρωμή: Aπόδειξη είσπραξης. Ένταλμα είσπραξης. Δημόσιο Tαμείο Εισπράξεων. β. (συνήθ. πληθ.) το σύνολο των χρημάτων που εισπράττει κάποιος· (πρβ. τζίρος): Οι εισπράξεις ενός καταστήματος / μιας επιχείρησης.

[λόγ. < αρχ. εἴσπραξις (-σις > -ση) `συλλογή φόρων΄ & σημδ. γαλλ. perception]

εχθροπραξία η [exθropraksía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : 1.πολεμικές ενέργειες, ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα σε αντίπαλες στρατιωτικές μονάδες: Άρχισαν / σταμάτησαν οι εχθροπραξίες στα σύνορα. 2. (μτφ.) επιθετική συμπεριφορά που εκδηλώνουν άτομα ή ομάδες με πολύ έντονες αντιθέσεις μεταξύ τους: Ύστερα από την προσωρινή ανακωχή, κυβέρνηση και αντιπολίτευση άρχισαν πάλι τις εχθροπραξίες. Οι εχθροπραξίες ανάμεσα στο ζευγάρι είναι καθημερινές.

[λόγ. εχθρ(ός) -ο- + πράξ(ις) -ία]

ιεροπραξία η [ieropraksía] Ο25 : ιερή θρησκευτική πράξη· ιερουργία.

[λόγ. ιερο- + πράξ(ις) -ία]

κοινοπραξία η [kinopraksía] Ο25 : συνένωση συγγενικών οικονομικών δραστηριοτήτων, που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα με σκοπό τον έλεγχο της δραστηριότητας και την εξουδετέρωση του μεταξύ τους ανταγωνισμού· (πρβ. καρτέλ): ~ φορτηγών αυτοκινήτων / ατμοπλοϊκών σκαφών. ~ άνθρακα και χάλυβα.

[λόγ. < μσν. κοινοπραξία < ελνστ. κοινοπραγία κατά το σχ.: αρχ. εὐπραγία - εὐπραξία]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες