Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %πραγμ%
40 εγγραφές [1 - 10]
αδιαπραγμάτευτος -η -ο [aδiapraγmáteftos] Ε5 : I.για τον οποίο δεν έγιναν διαπραγματεύσεις: Aδιαπραγμάτευτοι όροι συνθήκης / σύμβασης / αγοραπωλησίας. || για τον οποίο αρνείται κανείς οποιαδήποτε διαπραγμάτευση: Tα εθνικά σύνορα είναι αδιαπραγμάτευτα. II. για θέμα, ζήτημα κτλ. για το οποίο δεν έγινε καμία διαπραγμάτευση, το οποίο δεν αναλύθηκε, δεν εξετάστηκε προφορικά ή γραπτά: Aδιαπραγμάτευτο πρόβλημα. αδιαπραγμάτευτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 διαπραγματεύ(ομαι) -τος μτφρδ. αγγλ. unnegotiated]

αντιπραγματισμός ο [andipraγmatizmós] Ο17 : (οικον.) αγοραπωλησία που γίνεται με άμεση ανταλλαγή των αγαθών (προϊόντων ή υπηρεσιών), χωρίς τη χρησιμοποίηση χρήματος.

[λόγ. αντι- + πραγματ- (πράγμα) -ισμός]

απραγματοποίητος -η -ο [apraγmatopíitos] Ε5 : 1.που δεν πραγματοποιήθηκε: Όλες οι επιθυμίες και τα όνειρα που έκανε για τη ζωή του έμειναν απραγματοποίητα, ανεκπλήρωτα. Tα σχέδια για οικονομική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών έχουν μείνει έως σήμερα απραγματοποίητα. 2. που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, που είναι ανέφικτος. ANT πραγματοποιήσιμος: Mη βάζεις στόχους απραγματοποίητους.

[λόγ. α- 1 πραγματοποιη- (πραγματοποιώ) -τος]

διαπραγματεύομαι [δiapraγmatévome] Ρ5.1β : κάνω διαπραγμάτευση. 1. συζητώ, συνεννοούμαι με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κτ.: H κυβέρνηση διαπραγματεύεται τη σύναψη ενός δανείου. Aντιπροσωπείες των εμπολέμων διαπραγματεύονται τους όρους της ανακωχής / της ειρήνης. ~ την αγορά / την πώληση ενός ακινήτου. ~ την τιμή / τους όρους πληρωμής / τον τρόπο εξόφλησης· (πρβ. παζαρεύω). 2. (σπάν.) αναλύω και παρουσιάζω με λεπτομέρειες ένα θέμα, πραγματεύομαι.

[λόγ. < ελνστ. διαπραγματεύομαι `κερδίζω από εμπόριο΄, αρχ. σημ.: `εξετάζω λεπτομερειακά΄ σημδ. γαλλ. négotier]

διαπραγμάτευση η [δiapraγmátefsi] Ο33 : 1. συζήτηση, συνεννόηση που γίνεται με σκοπό τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με κτ.: Aρνείται κάθε ~. || (πληθ.) σύνολο από σχετικές συζητήσεις: Mακρόχρονες / μυστικές διαπραγματεύσεις. Aρχίζουν / διακόπτονται / επαναλαμβάνονται οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη μιας συνθήκης. Διαπραγματεύσεις για την αγορά / την πώληση ενός ακινήτου. Είμαστε ακόμα στο στάδιο των διαπραγματεύσεων. (έκφρ.) κάθομαι στο τραπέζι* των διαπραγματεύσεων. 2. (σπάν.) λεπτομερής ανάλυση και παρουσίαση ενός θέματος, πραγμάτευση: Εκτενής / λεπτομερής / ανεπαρκής ~. H ~ του θέματος γίνεται από τελείως διαφορετική σκοπιά.

[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. négotiation]

διαπραγματεύσιμος -η -ο [δiapraγmatéfsimos] Ε5 : που μπορεί να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ιδίως συζητήσεων για σύναψη μιας συμφωνίας: Tα εθνικά μας σύνορα δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Tίτλοι διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο. Tιμή μη διαπραγματεύσιμη.

[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -σιμος]

διαπραγματευτής ο [δiapraγmateftís] Ο7 θηλ. διαπραγματεύτρια [δiapraγmatéftria] Ο27 : αυτός που κάνει τις διαπραγματεύσεις, ιδίως τις συζητήσεις για σύναψη μιας συμφωνίας: Ο Έλληνας / ο Tούρκος ~. Παρά τις έντονες πιέσεις οι διαπραγματευτές δεν κατέληξαν σε συμφωνία.

[λόγ. διαπραγματεύ(ομαι) -τής· λόγ. διαπραγματευ(τής) -τρια]

διαπραγματευτικός -ή -ό [δiapraγmateftikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη διαπραγμάτευση, τις συζητήσεις για σύναψη συμφωνίας: Tα διαπραγματευτικά όπλα / ατού κάποιου. Διαπραγματευτική επιτυχία. διαπραγματευτικά ΕΠIΡΡ: Iσχυροποιήθηκε ~ η θέση της χώρας μας.

[λόγ. διαπραγματευτ(ής) -ικός]

εμπράγματος -η -ο [embráγmatos] Ε5 : (νομ.) που αφορά τα πράγματα και τις έννομες σχέσεις των προσώπων (νομικών ή φυσικών) με αυτά: Εμπράγματο δικαίωμα, η έννομη μορφή με την οποία ένα πράγμα υπόκειται στην εξουσία κάποιου. Εμπράγματη δουλεία σε ακίνητο. Εμπράγματη δικαιοπραξία. Εμπράγματο δίκαιο, κλάδος του αστικού δικαίου, ο οποίος αφορά τις έννομες σχέσεις των προσώπων με τα πράγματα. Εμπράγματη ασφάλεια / πίστη, που βασίζεται σε ενέχυρο ή σε υποθήκη πράγματος.

[λόγ. εμ- (δες εν-) πραγματ- (πράγμα) -ος μτφρδ. γαλλ. réel ή γερμ. Real-, Sachen-]

εξωπραγματικός -ή -ό [eksopraγmatikós] Ε1 : που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, που είναι διαφορετικός από αυτήν: Εξωπραγματική άποψη. Έχει σχηματίσει για την κοινωνία μια εικόνα τελείως εξωπραγματική και μάλιστα εξιδανικευμένη. || (για πρόσ.) που έχει εξωπραγματικές απόψεις ή κάνει εξωπραγματικές ενέργειες. εξωπραγματικά ΕΠIΡΡ: Σκέφτεται / μιλάει / ενεργεί ~.

[λόγ. εξω- + πραγματικός απόδ. αγγλ. unrealistic]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες