Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
290 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνωστικιστής ο [aγnostikistís] Ο7 θηλ. αγνωστικίστρια [aγnostikístria] Ο27 : οπαδός του αγνωστικισμού: Ο φιλόσοφος Kαντ ήταν ~.
[λόγ. < αγγλ. agnostic < a- = α- 1 + gnostic = γνωστικ(ός) 2 -ιστής· λόγ. αγνωστικι σ(τής) -τρια]
- αγωνιστής ο [aγonistís] Ο7 θηλ. αγωνίστρια [aγonístria] Ο27 : αυτός που αγωνίστηκε ή που αγωνίζεται για την πραγματοποίηση ενός αξιόλογου σκοπού, ιδανικού, ιδεολογίας κτλ.· (πρβ. μαχητής): Ένας ~ της ελευθερίας / του δημοτικισμού / της αρετής. Οι αγωνιστές της αριστεράς / της εθνικής αντίσταστης. || πολεμιστής: ~ του 1821.
[λόγ. < αρχ. ἀγωνιστής· λόγ. < ελνστ. ἀγωνίστρια]
- αερομοντελιστής ο [aeromodelistís] Ο7 θηλ. αερομοντελίστρια [aeromo delístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται με τον αερομοντελισμό.
[λόγ. αερομοντελ(ισμός) -ιστής· λόγ. αερομοντελισ(τής) -τρια]
- αθεϊστής ο [aθeistís] Ο7 θηλ. αθεΐστρια [aθeístria] Ο27 : αυτός που πιστεύει ή που υποστηρίζει αθεϊστικές θεωρίες· άθεος: Ο σοφιστής Πρωταγόρας και ο ~ Διαγόρας κατηγορήθηκαν για ασέβεια.
[λόγ. < γαλλ. athéiste < athé(isme) = αθε(ϊσμός) -iste = -ιστής· λόγ. αθεϊσ(τής) -τρια]
- ακονιστής ο [akonistís] Ο7 : τεχνίτης που έχει ως επάγγελμα το ακόνισμα διάφορων οργάνων· τροχιστής: Ο πλανόδιος ~ διαλαλούσε «Ο ~, μαχαίρια, ψαλίδια ακονίζω».
[ακονισ- (ακονίζω) -τής (πρβ. ελνστ. ἀκονητής (ίδ. σημ.)]
- ακοντιστής ο [akondistís] Ο7 θηλ. ακοντίστρια [akondístria] Ο27 στη σημ. 1 : 1.αθλητής του ακοντισμού. 2. στην αρχαιότητα, στρατιώτης που ήταν οπλισμένος με ακόντιο.
[λόγ. < αρχ. ἀκοντιστής (στη σημ. 2)· λόγ. ακοντισ(τής)1 -τρια]
- ακροβολιστής ο [akrovolistís] Ο7 : στρατιώτης που μάχεται ακροβολισμένοςα: Οι ακροβολιστές κάλυπταν τα πλευρά της παράταξης.
[λόγ. < αρχ. ἀκροβολιστής]
- ακτιβιστής ο [aktivistís] Ο7 θηλ. ακτιβίστρια [aktivístria] Ο27 : που δέχεται, που υποστηρίζει τον ακτιβισμό: Οι ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι η πραγματικότητα είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία μας γι΄ αυτή.
[λόγ. < γαλλ. activiste (-iste = -ιστής)· λόγ. ακτιβισ(τής) -τρια]
- αλεξιπτωτιστής ο [aleksiptotistís] Ο7 θηλ. αλεξιπτωτίστρια [aleksiptotí stria] Ο27 : 1.αυτός που χρησιμοποιεί αλεξίπτωτο, συνήθ. οπλισμένος στρατιώτης που πέφτει από αεροπλάνο, για να καταλάβει εχθρικές θέσεις ή για άλλους στρατιωτικούς σκοπούς. 2. (μτφ.) ειρωνικά και μειωτικά, για άτομο που, χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα ή την πείρα, εμφανίζεται ξαφνικά σαν ουρανοκατέβατος και παίρνει κάποια θέση, παραγκωνίζοντας άλλους καταλληλότερους: Έπεσε σαν ~ κι έγινε διευθυντής. Διάφοροι αλεξιπτωτιστές που παριστάνουν τους δημοσιογράφους.
[λόγ. αλεξίπτωτ(ον) -ιστής μτφρδ. γαλλ. parachutiste· λόγ. αλεξιπτωτισ(τής) -τρια]