Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ίσκος
10 εγγραφές [1 - 10]
-ίσκος [ískos] : υποκοριστικό επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (δρόμος) δρομίσκος, (ναός) ναΐσκος, (οίκος) οικίσκος, (όρμος) ορμίσκος. || με περιορισμό ή απώλεια της υποκοριστικής σημασίας: (αστέρας) αστερίσκος, (θάλαμος) θαλαμίσκος, (πύργος) πυργίσκος. || με μειωτική ή ειρωνική σημασία όταν η πρωτότυπη λέξη δηλώνει επάγγελμα ή ιδιότητα· (πρβ. -άκος): (δικηγόρος) δικηγορίσκος, (υπάλληλος) υπαλληλίσκος.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα αρσ. ουσ., που δήλωνε ομοιότητα, υποκορ., ή είχε μειωτ. σημ.: αρχ. ὀβελ-ίσκος, (< ὀβελ-ός) `μικρός οβελός, μικρή σούβλα, χτίσμα που μοιάζει με οβελό΄, νεαν-ίσκος (< νεαν-ίας) `νεαρός΄, αρχ. ἀνθρωπ-ίσκος (< ἄνθρωπ-ος) `ανθρωπάκος, ανθρωπάκι, τιποτένιος΄]

δίσκος ο [δískos] Ο18 : I1. κυκλικό αντικείμενο με μικρό πάχος, του οποίου οι δύο επιφάνειες είναι επίπεδες ή σχεδόν επίπεδες: Ο ~ του ρολογιού. Ο ~ της ζυγαριάς. Ο ~ (επιλογής) του τηλεφώνου, όπου σχηματίζονται οι αριθμοί των συνδρομητών. Iπτάμενος* ~. || η ορατή επιφάνεια ενός ουράνιου σώματος: Ο ~ του ήλιου. α. (αθλ.) ξύλινος δίσκος με ατρακτοειδή εγκάρσια τομή, που περιβάλλεται από μεταλλική στεφάνη. || δισκοβολία: Nίκησε στο δίσκο. β. (τεχν.) μηχάνημα κοπής, του οποίου το κύριο εξάρτημα είναι ένας οδοντωτός περιστρεφόμενος δίσκος. γ. (ανατ.) μεσοσπονδύλιος ~, μέσο συνένωσης των σπονδύλων μεταξύ τους. 2α. κυκλική πλάκα από πλαστική ύλη, της οποίας οι δύο επιφάνειες έχουν λεπτές σπειροειδείς χαράξεις και όπου έχουν αποτυπωθεί μουσικοί ή άλλοι ήχοι: Aκούω μουσική από δίσκους. ~ με τις φωνές Ελλήνων ποιητών. ~ 33 / 45 στροφών. Εγγραφή δίσκου. Ο ~ κυκλοφόρησε σε δέκα χιλιάδες αντίτυπα. Bάζω το δίσκο στο πικάπ να παίξει. ~ μακράς διαρκείας. Mικρός / μεγάλος / διπλός ~. Οι δύο πλευρές του δίσκου. Xρυσός / πλατινένιος ~, που απονέμεται τιμητικά στον τραγουδιστή, όταν οι πωλήσεις ενός δίσκου του υπερβούν έναν ορισμένο αριθμό. β. (πληροφ.) σκληρός ~, κυκλική βάση σε σχήμα δίσκου, με επικάλυψη μαγνητικού υλικού, που χρησιμοποιείται για την εγγραφή πληροφοριών με ψηφιακή μορφή και είναι μόνιμα προσαρμοσμένη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. || (σπάν.) εύκαμπτος ~, δισκέτα. II. σκεύος που αποτελείται από μία επίπεδη συνήθ. κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια επιφάνεια με ελαφρά υπερυψωμένα τα άκρα και που χρησιμοποιείται στο σερβίρισμα: Ο σερβιτόρος φέρνει στο δίσκο τα πιάτα και τα ποτήρια. (έκφρ.) του τα πηγαίνουν / τα θέλει όλα στο δίσκο, για κπ. που τα θέλει όλα έτοιμα, χωρίς ο ίδιος να κάνει τίποτε. ~ μνημοσύνου, δίσκος με τα κόλλυβα. Ο άγιος ~, όπου τοποθετείται ο άρτος κατά την προετοιμασία της Θείας Ευχαριστίας. || Ο ~ της εκκλησίας, που τον περιφέρουν στην εκκλησία, για να προσφέρουν οι πιστοί χρήματα για τους φτωχούς: Στη διάρκεια της Λειτουργίας βγαίνει ο ~. ΦΡ βγάζω δίσκο / περιφέρω το δίσκο της επαιτείας, ζητώ με τρόπο μειωτικό για την αξιοπρέπειά μου την υλική βοήθεια των άλλων. δισκάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II, και στη σημ. I2α, για δίσκο 45 στροφών.

[II: ελνστ. δίσκος· Ι: λόγ.: 1α: αρχ. δίσκος· 1β, 1γ, 2α: γαλλ. disque (στη νέα σημ.) < λατ. discus < αρχ. δίσκος· 2β: αγγλ. disk]

θαλαμίσκος ο [θalamískos] Ο18 : μικρός περίκλειστος χώρος, εφοδιασμένος συνήθ. με επιστημονικά όργανα και προορισμένος για ειδικές (επιστημονικές) χρήσεις: ~ διαστημοπλοίου / βαθυσκάφους. Ένα πλοίο περισυνέλεξε το θαλαμίσκο με τους δύο αστροναύτες.

[λόγ. θάλαμ(ος) -ίσκος (πρβ. σπάν. ελνστ. θαλαμίσκος `μικρός κοιτώνας΄)]

ιβίσκος ο [ivískos] Ο18 : κοινή ονομασία για διάφορα είδη φυτών της ίδιας οικογένειας, από τα οποία τα περισσότερα είναι καλλωπιστικά: ~ ο νάνος. || ~ ο εδώδιμος, επιστημονική ονομασία του φυτού μπάμια.

[λόγ. < ελνστ. ἰβίσκος]

λυκίσκος ο [likískos] Ο18 : αναρριχητικό αρωματικό φυτό, που χρησιμοποιείται στη ζυθοποιία· ζυθόχορτο.

[λόγ. λύκ(ος) -ίσκος μτφρδ. νλατ. < λατ. (Homulus) lupulus (υποκορ. του lupus `λύκος΄)]

μηνίσκος ο [minískos] Ο18 : 1. (μαθημ.) το γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο τόξα, τα οποία έχουν κοινά άκρα και βρίσκονται προς την ίδια πλευρά της κοινής χορδής: Σε μια από τις φάσεις της η σελήνη φαίνεται σαν ~. 2. (ανατ.) σχηματισμός από ίνες και χόνδρο, που παρεμβάλλεται στις αρθρώσεις για να διευκολύνει τις κινήσεις των οστών: Ο ~ του γόνατος / της κάτω γνάθου. Mετατόπιση / ρήξη / αφαίρεση του μηνίσκου. Έπαθε μηνίσκο, για βλάβη του μηνίσκου του γόνατος.

[λόγ.: 1: ελνστ. μηνίσκος `σώμα σε σχήμα μισοφέγγαρου΄· 2: σημδ. γαλλ. ménisque (στη νέα σημ.) < αρχ. μηνίσκος]

οβελίσκος ο [ovelískos] Ο18 : τετράπλευρη και συνήθ. μονολιθική κολόνα μεγάλου ύψους, που καταλήγει σε οξύ άκρο όπως οι πυραμίδες: Οι οβελίσκοι κατασκευάζονταν από τους αρχαίους Aιγυπτίους. Οβελίσκοι που κοσμούν σήμερα ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

[λόγ. < ελνστ. ὀβελίσκος, αρχ. σημ.: `μικρή σούβλα΄ (δες στο οβελίας)]

ουρανίσκος ο [uranískos] Ο18 : το επάνω εσωτερικό τοίχωμα της στοματικής κοιλότητας· υπερώα: Tο σκληρό / μαλακό τμήμα του ουρανίσκου. Ο ρόλος του ουρανίσκου στην προφορά των φθόγγων.

[λόγ. < ελνστ. οὐρανίσκος (υποκορ. του αρχ. οὐρανός)]

ποδίσκος ο [poδískos] Ο18 : (βοτ.) ο βλαστός, ο μίσχος που φέρει τα άνθη ενός φυτού.

[λόγ. < ελνστ. ποδίσκος (υποκορ. του αρχ. πούς) σημδ. γαλλ. pédoncule]

πυργίσκος ο [pirjískos] Ο18 : 1. μικρός πύργος. 2. ονομασία κλειστού χώρου σε πολεμικό πλοίο, άρμα μάχης κτλ. διαμορφωμένου έτσι, ώστε να έχει ευρύ οπτικό πεδίο.

[λόγ.: 1: ελνστ. πυργίσκος· 2: σημδ. αγγλ. turret]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες