Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- -ώδης -ώδης -ώδες [óδis] : επίθημα με λόγια προέλευση για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει ότι: 1. το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την αφθονία των στοιχείων ή συγκεντρώνει σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (άκανθα) ακανθώδης· (θόρυβος) θορυβώδης, (θύελλα) θυελλώδης, (μυστήριο) μυστηριώδης, (σάρκα) σαρκώδης. 2. (συχνά μειωτ.) το προσδιοριζόμενο ταιριάζει σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (νήπιο) νηπιώδης, (παιδάριο) παιδαριώδης.
[λόγ. < αρχ. επίθημα -ώδης παραγωγικό επιθέτων < θ. συγγ. του ρ. ὄζω `έχω (καλή ή κακή) μυρωδιά΄ (σύγκρ. ὀσμή) με γενίκευση της σημ.: `που μοιάζει με, που ταιριάζει΄: αρχ. λαβυρινθ-ώδης, αἱματ-ώδης, δημ-ώδης `δημοφιλής΄, ελνστ. βολβ-ώδης]



