Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
67 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -τήρας [tíras] : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει: 1. αντικείμενο, όργανο, συσκευή κτλ. με το οποίο γίνεται η ενέργεια του ρήματος, κατάλληλο να κάνει αυτό που εκφράζει το ρήμα από το οποίο παράγεται: (απορροφώ) απορροφητήρας, (βράζω) βραστήρας, (καταβρέχω) καταβρεχτήρας, (ψεκάζω) ψεκαστήρας. 2. το πρόσωπο που ενεργεί (σε παλαιότερα σύνθετα που δεν αναλύονται στα νέα ελληνικά): (καλώ) κλητήρας, (σώζω) σωτήρας.
[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τήρ, αιτ. -τῆρα παραγωγικό δραστικών ουσ. συνήθ. για ανθρώπους: αρχ. δο-τήρ `που δίνει΄, σω-τήρ `σωτήρας΄, λαμπ-τήρ `βάση πυρσού΄]
- -τήριος -τήρια -τήριο [tírios] θηλ. (λόγ.) & -τήριος [tírios] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι κατάλληλο, έχει όλα τα στοιχεία με τα οποία μπορεί να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αισθητήριος, ειδοποιητήριος, κατατακτήριος, παρακαμπτήριος, συλλυπητήριος. || με ουσιαστικοποίηση ενός γένους: η παρακαμπτήριος· το ειδοποιητήριο, εξιτήριο, εισιτήριο.
[λόγ. < αρχ. μεταρ. επίθημα -τήριος (< -τήρ, δες στο -τήρας -ιος: αρχ. σωτήρ-ιος & < -τής, δες λ.: αρχ. δικασ-τής > δικασ-τήριον) παραγωγικό επιθέτων: αρχ. θρεπ-τήριος]
- αεροσυμπιεστήρας ο [aerosimbiestíras] Ο2 : ο αεροσυμπιεστής.
[λόγ. αερο- + συμπιεσ- (συμπιέζω) -τήρ > -τήρας]
- αναδευτήρας ο [anaδeftíras] Ο2 : εργαλείο που χρησιμοποιείται για ανάδευση.
[αναδεύ(ω) -τήρας]
- ανακλαστήρας ο [anaklastíras] Ο2 : (τεχν.) ονομασία διάφορων συσκευ ών ή εξαρτημάτων που ανακλούν φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ή ηχητικά ή ηλεκτρομαγνητικά κύματα.
[λόγ. ανάκλασ(ις) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. réflecteur]
- αναπνευστήρας ο [anapnefstíras] Ο2 : ονομασία συσκευών που διευκολύνουν την αναπνοή.
[λόγ. αναπνευσ- (αναπνέω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. respirateur]
- αναπτήρας ο [anaptíras] Ο2 : μικρή φορητή συσκευή, η οποία με σπινθήρες δημιουργεί φλόγα και χρησιμοποιείται για το άναμμα της φωτιάς: Ένας ~ με τσακμακόπετρα και φιτίλι / με βενζίνη / με υγραέριο. Hλεκτρονικός ~. Aποφάσισε να ξαναρχίσει το κάπνισμα κι αγόρασε καινούριο ~.
αναπτηράκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ἀνάπ(τω) `ανάβω΄ -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. lighter ή γερμ. Anzünder]
- αναρτήρας ο [anartíras] Ο2 : (λόγ.) αντικείμενο ή εξάρτημα από το οποίο μπορούμε να κρεμάσουμε κτ. || (βοτ.): Ο ~ του σπέρματος. || (ανατ.): Ο ~ του οσχέου.
[λόγ. αναρ(τώ) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. suspenseur]
- αναφλεκτήρας ο [anaflektíras] Ο2 : (τεχνολ.) εξάρτημα που προκαλεί ανάφλεξη στις βενζινοκίνητες μηχανές.
[λόγ. αναφλεκ- (αναφλέγω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. imflammateur]
- ανελκυστήρας ο [anelkistíras] Ο2 : μηχανική κατασκευή σε πολυώροφο κτίριο, που τη χρησιμοποιούμε για να ανεβαίνουμε ή να κατεβαίνουμε· ασανσέρ.
[λόγ. ανελκυσ- (ανελκύω) -τήρ > -τήρας]