Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-άντζα"
1 εγγραφή
-άντζα [ándza] : (λαϊκ.) ατονημένο επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· επιτείνει τη θετική ή αρνητική σημασία της πρωτότυπης λέξης: (μάστορας) μαστοράντζα, (σοφέρ) σοφεράντζα· (πρόστυχος) προστυχάντζα. || (μπροστά) μπροστάντζα.

[παλ. ιταλ. ή βεν. επίθημα αφηρ. ουσ. -anza: amistanza `φιλία, συντεχνία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες