Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "χλεμπονιάρης -α -ικο"
1 εγγραφή
χλεμπονιάρης -α -ικο [xlebonáris] Ε9 : (παρωχ.) κιτρινιάρης: Xλεμπονιάρικα από την ελονοσία παιδιά. || (ως ουσ.).

[χλεμπόν(α) -ιάρης, χλεμπόνα: `παραγινωμένο αγγούρι΄ < (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες