Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "φρενοβλαβής -ής -ές"
1 item total
φρενοβλαβής -ής -ές [frenovlavís] Ε10 : που πάσχει από διαταραχή της διανοητικής λειτουργίας: Φρενοβλαβή άτομα. || (συνήθ. ως ουσ.) ο φρενοβλαβής, θηλ. φρενοβλαβής: Οι έγκλειστοι φρενοβλαβείς.

[λόγ. < αρχ. φρενοβλαβής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go