Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλοθεάμων -ων -ον [filoθeámon] Ε ουδ. και φιλοθέαμον : (λόγ.) που του αρέσουν πολύ, που αγαπάει τα θεάματα, συνήθ. στην έκφραση το φιλοθεάμον κοινό.
[λόγ. < αρχ. φιλοθεάμων]