Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "υπολειμματικός -ή -ό"
1 εγγραφή
υπολειμματικός -ή -ό [ipolimatikós] Ε1 : (βιολ.) Yπολειμματικό όργανο, όργανο ή τμήμα ενός ζωντανού οργανισμού που με την πάροδο των γενεών έχει εκφυλιστεί, αχρηστευθεί και δεν εκτελεί πια καμία λειτουργία· υποτυπώδες όργανο.

[λόγ. υπολειμματ- (υπόλειμμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες