Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τραβηχτικός 2 -ή -ό"
1 εγγραφή
τραβηχτικός 2 -ή -ό Ε1 : (οικον.) τραβηχτικά δικαιώματα, ειδικό δικαίωμα τμηματικής δανειοδότησης.

[λόγ. < τραβηχτικός 1 σημδ. αγγλ. drawing rights]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες