Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τραβηχτικός 1 -ιά -ό"
1 εγγραφή
τραβηχτικός 1 -ή / -ιά -ό [travixtikós] Ε1, Ε2 : (οικ.) που τραβάειIII2α· ελκυστικός: Aυτή η κοπέλα είναι πολύ τραβηχτική.

[λόγ. τραβηκ- (τραβώ) -τικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες