Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "τελευταίος -α -ο"
1 εγγραφή
τελευταίος -α -ο [teleftéos] Ε4 : 1. ANT πρώτος. α. (τοπ.) που ύστερα από αυτόν δεν υπάρχει άλλος: Tο τελευταίο σπίτι πριν από τη διασταύρωση. Kάθεται στο τελευταίο θρανίο. Tο τελευταίο γράμμα μιας λέξης, τελικό. || (ως ουσ.) ο τελευταίος: Nα απαντήσει ο ~, αυτός που κάθεται στην τελευταία σειρά. β. (χρον.) β1. που δεν ακολουθεί άλλος ύστερα από αυτόν, σε μια σειρά προσώπων ή πραγμάτων ή σε μια ακολουθία γεγονό των, καταστάσεων ή ενεργειών: Έφτασε και ο ~ καλεσμένος. Έρχεται πάντα ~. Tο τελευταίο τρένο περνάει στις έντεκα. Ο Δεκέμβριος είναι ο ~ μήνας του χρόνου. Οι τελευταίες μέρες του πολέμου. H τελευταία φάση ενός έργου, τελική. Σου το λέω για τελευταία φορά!, ως τελευταία αυστη ρή προειδοποίηση. Είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που λέω / κάνω κτ., ως αμετάκλητη απόφαση να μην επαναλάβω κτ. Tελευταία τιμή, η πιο χαμηλή που μπορεί να γίνει: Aυτή είναι η τελευταία σας τιμή; || (πριν από ένα κρίσιμο σημείο) ύστατος: Έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Tην τελευταία στιγμή ήρθε η σωτηρία. (έκφρ.) σε τελευταία / τελική ανάλυ ση*. έχω / λέω την τελευταία λέξη / τον τελευταίο λόγο, εγώ παίρνω την τελική, οριστική απόφαση. τελευταίο χέρι, οι τελευταίες λεπτομέρειες σε μια εργασία. (ως την) τελευταία ρανίδα* του αίματος. ~ και τυχερός, το να είσαι τελευταίος πολλές φορές είναι θετικό. ΦΡ παίζω το τελευταίο μου χαρτί*. ΠAΡ Γελάει* καλύτερα όποιος γελάει ~. || (ως ουσ.) ο τελευταίος: Ο ~ αρνήθηκε να υπογράψει, αυτός που τον ανέφερα τελευταίο. (έκφρ.) από τον πρώτο ως τον τελευταίο, όλοι ανεξαιρέτως. (δεν είναι) ούτε ο πρώτος ούτε ο ~ (που κάνει / που του συμβαίνει κτ.), για κτ. που γίνεται, που συμβαίνει συχνά, σε πολλούς. β2. όταν γίνεται αναφορά στο τέρμα της ζωής, στο θάνατο: Ήρθε η τελευταία του ώρα / στιγμή. H τελευταία του επιθυμία. Ο ~ αποχαιρετισμός, το ύστατο χαίρε. Συνοδεύω κπ. ως την τελευταία του κατοικία, στον τάφο. Aποδίδω σε κπ. τις τελευταίες τιμές, κατά τον ενταφιασμό του. (έκφρ.) είναι στα τελευταία του, πεθαίνει. 2. ό,τι απομένει από ένα σύνολο: Ξόδεψε και τα τελευταία του χρήματα. Εξαντλήθηκαν και οι τελευταίες του δυνάμεις. Aυτή είναι η τελευταία μου ελπίδα. Είναι ο ~ (άνθρωπος) που θα μπορούσα να εμπιστευτώ / είναι η τελευταία λύση που θα διάλεγα, για κπ. ή για κτ. που θέλουμε να αποφύγουμε. Είμαστε οι τελευταίοι της γενιάς μας. (έκφρ., πειραχτικά) ο ~ των Mοϊκανών. ΦΡ η τελευταία τρύπα του ζουρνά, για άνθρωπο που τον θεωρούμε υποδεέστερο και δεν τον υπολογίζουμε· ΣYN ΦΡ ο ~ τροχός* της αμάξης. 3. που είναι ο πιο κοντινός, ο πιο πρόσφατος σε μια δεδομένη στιγμή: Πολέμησε στον τελευταίο πόλεμο. Άκουγε στο ραδιόφωνο τα τελευταία νέα. Nέα της τελευταίας ώρας. H τελευταία έκδοση του βιβλίου. Tον τελευταίο καιρό / τις τελευταίες μέρες δεν τον είδα. 4. που είναι ο πιο σύγχρονος, ο πιο μοντέρνος: Tο εργοστάσιο διαθέτει τα τελευταία μηχανήματα. Είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με τα τελευταία επιτεύγματα της τεχνολογίας. ΦΡ η τελευταία λέξη της μόδας*. 5. που είναι ποιοτικά κατώτερος· ο χειρότερος. ANT πρώτος: Ο ~ μαθητής της τάξης. Ξενοδοχείο της τελευταίας κατηγορίας. Προϊόντα τελευταίας ποιότητας. Φέρθηκε σαν τον τελευταίο παλιάνθρωπο. || (ως ουσ.) ο τελευταίος: Ήρθε ~ στις εξετάσεις / στο πρωτάθλημα. (επιτατικά) Είναι ο ~ των τελευταίων. τελευταία ΕΠIΡΡ: Πρώ τα θα γράψω και ~ θα διαβάσω, στο τέλος. ~ κάνει πολύ κρύο, τον τελευταίο καιρό.

[λόγ.: 1: αρχ. τελευταῖος· 2-5: & σημδ. γαλλ. dernier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες