Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνιστώ 2, -ώμαι Ρ μππ. συστημένος* : 1.συστήνω
12. α. συμβουλεύω κπ. ή του υποδεικνύω τι πρέπει να κάνει: Σου ~ να συμβουλευτείς ένα δικηγόρο. Συνιστάται στους πολίτες να περιορίσουν την κατανάλωση του νερού. Ο γιατρός μού συνέστησε αυστηρή δίαιτα. β1. (για πργ.) συμβουλεύω κπ. να χρησιμοποιήσει κτ.: Θα σου συστήσω μερικά καλά βιβλία. β2. (για πρόσ.) θεωρώ κπ. κατάλληλο να αναλάβει κάποιο έργο και συμβουλεύω να τον χρησιμοποιήσουν: Θα σου συστήσω έναν πολύ καλό δικηγόρο / τεχνίτη. || (έκφρ.) κτ. συνιστά κπ., δημιουργεί θετικές εντυπώσεις για κπ.: Δε σε συνιστά καθόλου αυτό που έκανες / που είπες. 2. συστήνω 11. [λόγ. < αρχ. συνιστῶ, συνίστημι]



