Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "συνειδητός -ή -ό"
1 εγγραφή
συνειδητός -ή -ό [siniδitós] Ε1 : 1α.(με αφηρ. ουσ.) που γίνεται με επίγνωση, σκόπιμα και νηφάλια. ANT ασυνείδητος2: Συνειδητή ενέργεια / προσπάθεια. Συνειδητό ψέμα. β. για το οποίο έχουμε συνείδηση, πλήρη αντίληψη: Ο ~ κόσμος. Συνειδητά γεγονότα στη ζωή ενός παιδιού. Έχει γίνει σε όλους συνειδητό ότι ο πλανήτης κινδυνεύει. 2. (για πρόσ.) που έχει συναίσθηση, επίγνωση της αποστολής, των υποχρεώσεων, των δικαιωμά των του και που δεν αρκείται στην τυπική εκτέλεση ενός έργου ή εκπλήρωση κάποιων υποχρεώσεων: ~ πολίτης / χριστιανός / οπαδός μιας ιδεολογίας. 3. (ως ουσ., ψυχ.) το συνειδητό, το τμήμα του ψυχικού κόσμου που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της συνειδήσεως: Tο ανθρώπινο εγώ χωρίζεται σε συνειδητό, υποσυνείδητο και ασυνείδητο. συνειδητά ΕΠIΡΡ: Tα πρώτα παιδικά μας χρόνια δεν τα ζήσαμε ~. Ό,τι έκανε το έκανε ~, άρα είναι υπεύθυνος.

[λόγ. συνείδη(σις) -τός μτφρδ. γαλλ. conscient]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες