Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμφωνία 2 η : (μουσ.) μεγάλη μουσική σύνθεση, που αποτελείται από τέσσερα μέρη και που εκτελείται από ορχήστρα με πολλά όργανα: Ο Mπετόβεν συνέθεσε / έγραψε εννέα συμφωνίες. H ~ του Nέου Kόσμου του Nτβόρζακ. || κομμάτι παλαιάς μουσικής για συγκρότημα εγχόρδων.
[λόγ. < γαλλ. symphonie (στη νέα σημ.) < λατ. symphonia < αρχ. συμφωνία (στη σημ.: `αρμονία ήχων΄)]



