Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "στυγερός -ή -ό"
1 εγγραφή
στυγερός -ή -ό [stijerós] Ε1 : που προκαλεί τον αποτροπιασμό, τη φρίκη· αποκρουστικός: ~ δολοφόνος. Στυγερό έγκλημα.

[λόγ. < αρχ. στυγερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες