Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "στιγμιαίος -α -ο"
1 εγγραφή
στιγμιαίος -α -ο [stiγmiéos] Ε4 : α. που διαρκεί μία μόνο στιγμή, ελάχιστα: Είδε μια στιγμιαία λάμψη. Aισθάνθηκε μια στιγμιαία ζάλη. Ο δισταγμός του ήταν ~. || ~ καφές, σκόνη καφέ σε μορφή λεπτών κόκκων που διαλύεται σε ζεστό ή σε κρύο νερό, χωρίς βράσιμο, το νεσκαφέ. || (νομ.) στιγμιαίο αδίκημα / έγκλημα, η τέλεση του οποίου είναι χρονικά περιορισμένη. ANT διαρκές. β. (γραμμ.) ~ μέλλοντας, που φανερώνει κτ. που θα γίνει στο μέλλον χωρίς συνέχεια ή επανάληψη π.χ. «θα γράψω», «θα ξυπνήσω». στιγμιαία σύμφωνα, που κατά τη δημιουργία τους σχηματίζεται απόλυτος φραγμός σε κάποιο σημείο της φωνητικής διόδου ο οποίος και διαρρηγνύεται απότομα για την παραγωγή του συμφωνικού ήχου. στιγμιαία ΕΠIΡΡ: Aφαιρέθηκα ~. Tο κόκκινο φανάρι διαρκεί ελάχιστα, ~.

[λόγ.: α: ελνστ. στιγμιαῖος `όχι μεγαλύτερος από κουκκίδα΄, κατά τη σημ. της λ. στιγμήΙ1α· β: σημδ. γαλλ. instantané, momentané]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες