Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "σκαστός -ή -ό"
1 item total
σκαστός -ή -ό [skastós] Ε1 : 1. (συνήθ. για μαθητές ή στρατιώτες) που έχει φύγει κρυφά από εκεί, όπου υποχρεωτικά θα έπρεπε να βρίσκεται: Xθες ήμουνα ~ από τα μαθηματικά. (έκφρ.) τον πιάσανε σκαστό, να το έχει σκάσει. ήρθα ~, για πολύ λίγο. 2. που κάνει ένα θόρυβο σαν να σκάει, συνήθ. σκαστό φιλί, το ηχηρό. 3. (προφ.) για χρήματα που καταβάλλονται τοις μετρητοίς και συνήθ. αναγκαστικά: Είκοσι χιλιάρικα σκαστά.

[σκασ- (σκάω)1 -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go