Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "σθεναρός -ή -ό"
1 item total
σθεναρός -ή -ό [sθenarós] Ε1 : που διακρίνεται για το σθένος του, που χαρακτηρίζεται για τη μεγάλη του ψυχική δύναμη, αντοχή και αποφασιστικότητα: Σθεναρή στάση / άμυνα. Πρόβαλε σθεναρή αντίσταση. σθεναρά & (λόγ.) σθεναρώς ΕΠIΡΡ: Aντιστάθηκαν ~.

[λόγ. < αρχ. σθεναρός· λόγ. < ελνστ. σθεναρῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go