Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "σγουρός -ή -ό"
1 item total
σγουρός -ή -ό [zγurós] Ε1 : 1. για μαλλιά που έχουν έντονο φυσικό κυματισμό ή που σχηματίζουν μπούκλες· κατσαρός. ANT ίσιος. || που έχει σγουρά μαλλιά: Ένα μικρό σγουρό αγόρι. 2. (μτφ.) για κτ. που θυμίζει σγουρά μαλλιά, που παρουσιάζει έναν κυματισμό: ~ βασιλικός. Σγουρή σαλάτα. Σγουρό χαρτί.

[μσν. σγουρός ίσως < σβουρός < σύμπτυξη του σβουρόμαλλος < σβούρ(α) -ο- + μαλλ(ί) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go