Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σαξονικός -ή -ό"
1 εγγραφή
σαξονικός -ή -ό [saksonikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Σαξονία ή στους Σάξονες.

[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. saxon -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες