Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ρατσιστικός -ή -ό"
1 εγγραφή
ρατσιστικός -ή -ό [ratsistikós] Ε1 : που αποδέχεται ή υποστηρίζει το ρατσισμό, που εμπνέεται από αυτόν: Ρατσιστική ιδεολογία. Ρατσιστικές ιδέες. Ρατσιστικό καθεστώς / σύστημα. Ρατσιστική οργάνωση / κυβέρνη ση / πολιτική. Kατάργηση των ρατσιστικών νόμων. ρατσιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ρατσιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες