Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πρωτογενής -ής -ές"
1 εγγραφή
πρωτογενής -ής -ές [protojenís] Ε10 : 1. για κτ. που υφίσταται εξ αρχής, που δεν είναι αποτέλεσμα εξέλιξης ή που αποτελεί το πρώτο στάδιο σε μια εξελικτική διαδικασία, σε αντιδιαστολή προς ό,τι είναι δευτερογενές ή τριτογενές. || ~ παραγωγή, τα προϊόντα που δεν έχουν υποστεί μεταποίηση. ~ τομέας, γεωργία, αλιεία, δασοπονία. 2. (γεωλ.) πρωτογενή πετρώματα, χαρακτηρισμός πετρωμάτων που διατηρούν την αρχική τους σύσταση. 3. (λόγ.) πρωτότοκος. πρωτογενώς ΕΠIΡΡ: Ο προϋπολογισμός ~ δεν παρουσίασε έλλειμμα.

[λόγ.: 3: αρχ. πρωτογενής· 1, 2: σημδ. γαλλ. primitif & αγγλ. protogenic < proto- = πρωτο- + -genic = -γενής· λόγ. πρωτογεν(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες