Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "πρωταρχικός -ή -ό"
1 item total
πρωταρχικός -ή -ό [protarxikós] Ε1 : 1. ο αρχικός, ο πρώτος: Πρωταρχικές μορφές ζωής. 2. για να δηλώσουμε με έμφαση κτ. που είναι κύριο, βασικό: Tο πρόβλημα της κυκλοφορίας είναι πρωταρχικής σημασίας / είναι πρωταρχικό για τις πόλεις. πρωταρχικά ΕΠIΡΡ: H γλώσσα είναι ~ λειτουργία κοινωνική. ~ πρέπει να μας απασχολήσουν οργανωτικά θέματα.

[λόγ. φρ. πρώτ(η) αρχ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. primordial]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go