Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- προτασιακός -ή -ό [protasiakós] Ε1 : (λογ.) που έχει σχέση με την πρότα ση
1I2: ~ λογισμός. [λόγ. πρότασι(ς)
1Ι2 -ακός μτφρδ. γαλλ. propositionnel]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. πρότασι(ς)
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |