Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "προαστιακός -ή -ό"
1 εγγραφή
προαστιακός -ή -ό [proastiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο προάστιο: Προαστιακά εμπορικά κέντρα.

[λόγ. προάστι(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες