Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλάνη 1 η [pláni] Ο30 : α. εσφαλμένη, λανθασμένη κρίση, γνώμη, αντίληψη· σφάλμα, λάθος: Bρίσκομαι / πέφτω σε ~. β. (νομ.) Δικαστική ~, εσφαλμένη, άδικη δικαστική απόφαση: Yπήρξε θύμα δικαστικής πλάνης. Πραγματική / νομική / (μη) ουσιώδης ~.
[α: αρχ. πλάνη· β: λόγ. σημδ. γαλλ. erreur judiciaire]